- σταλόυ
- το, Νάκλ. (μεταλλ.) ειδικός χάλυβας ο οποίος περιέχει 96, 2% σίδηρο, 3, 4% πυρίτιο, 0, 32% μαγγάνιο καθώς και ίχνη άνθρακα, θείου και φωσφόρου και χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή ελασμάτων μετασχηματιστών και μεμβρανών μεγαφώνων.
Dictionary of Greek. 2013.